- προσφιλής
- -ές, ΝΜΑαγαπητόςαρχ.1. (για πράγματα, πράξεις, καταστάσεις κ.λπ.) αρεστός, ευχάριστος («σχῆμα... στολῆς... προσφιλεστάτης ἐμοί», Σοφ.)2. αυτός που έχει αγαθές διαθέσεις προς κάποιον, ευμενής, ευνοϊκός («ὑπάρχων εὐεργετικὸς καὶ μεγαλόδωρος καὶ προσφιλὴς κατὰ τὴν ἀπάντησιν», Πολ.).επίρρ...προσφιλώς / προσφιλῶς ΝΜΑ, και ποιητ. τ. προσφιλέως Αμε προσφιλή τρόπο («τοὺς δὲ καλοὺς... προσφιλῶς χρώμενος», Ξεν.)αρχ.με ευχάριστο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + -φιλής (< φίλος), πρβλ. δημο-φιλής].
Dictionary of Greek. 2013.